- υποκλινής
- -ές / ὑποκλινής, -ές, ΝΑνεοελλ.(για πρόσ.)1. αυτός που υποκλίνεται σε ένδειξη σεβασμού2. (κατ' επέκτ.) περιποιητικόςαρχ.αυτός που βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου, υπήκοος.επίρρ...ὑποκλινῶς Αμε τρόπο υποκλινή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -κλινής (< κλίνω), πρβλ. ἐπι-κλινής, συγ-κλινής].
Dictionary of Greek. 2013.